- ἐξιλάρου
- ἐξιλαρόωcheerpres imperat act 2nd sgἐξιλαρόωcheerimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξιλαρώ — ἐξιλαρῶ, όω (Α) καθιστώ κάτι ιλαρό, ευχάριστο («ταῡτα δ οὕτως εὔφραίνε καὶ ἐξιλάρου τοὺς παρόντας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιλαρώ (< ιλαρός)] … Dictionary of Greek